πυξίδα

πυξίδα
Όργανο το οποίο, βασιζόμενο σε μαγνητικές και μηχανικές ιδιότητες, παρέχει άμεσο προσανατολισμό προς σταθερές κατευθύνσεις, όπως είναι ο γήινος μαγνητικός άξονας ή ο άξονας περιστροφής της Γης. Η αρχαιότερη και πιο διαδεδομένη εφαρμογή της π. υπήρξε στη ναυσιπλοΐα, για να ορίζεται η διεύθυνση της πορείας του πλοίου. Η π., που λέγεται και μαγνητική π., βασίζεται στην ιδιότητα που έχουν οι μαγνητικές βελόνες να προσανατολίζονται σύμφωνα με τις δυναμικές γραμμές του γήινου μαγνητικού πεδίου και να διευθετούνται, επομένως, παράλληλα προς το επίπεδο του τοπικού μαγνητικού μεσημβρινού. Έως τα χρόνια του Κολόμβου επικρατούσε η άποψη ότι μια μαγνητική βελόνη έπαιρνε διεύθυνση παράλληλη προς το επίπεδο του γεωγραφικού μεσημβρινού και έτσι έδειχνε την πορεία του πλοίου σε σχέση προς αυτόν. Επειδή όμως η μαγνητική βελόνη προσανατολίζεται σύμφωνα με τον μαγνητικό μεσημβρινό, η π. δείχνει κατευθύνσεις οι οποίες, σε σχέση με τον γεωγραφικό μεσημβρινό, έχουν μια απόκλιση (μαγνητική απόκλιση) ίση με τη γωνία που σχηματίζεται από τους δύο μεσημβρινούς, τον γεωγραφικό και τον μαγνητικό. Σε πλοία μεταλλικής κατασκευής, η μαγνητική βελόνη της π. υφίσταται μία ακόμα απόκλιση (εκτροπή) που οφείλεται στην επίδραση της μάζας του σιδήρου από την οποία αποτελείται το σκάφος· η απόκλιση μπορεί να διορθωθεί με μαλακό σίδηρο (σε σχήμα σφαίρας ή κυλίνδρου) και με μόνιμους μαγνήτες τοποθετημένους σε κατάλληλες καίριες θέσεις κοντά στην π. Yπάρχει η άποψη ότι οι Κινέζοι ανακάλυψαν τη μαγνητική π. γύρω στον 4o αι., ότι οι Άραβες έμαθαν από αυτούς τη χρήση της και ότι οι Αμαλφινοί ναυτικοί τη διδάχτηκαν από τους Άραβες (12ος ή 13ος αι.) και τη διέδωσαν κατόπιν στην Ευρώπη. Η πρώτη στοιχειώδης π. συνίστατο από ένα δοχείο με νερό στο οποίο, πάνω σε ένα κομμάτι φελλό, επέπλεε η μαγνητισμένη βελόνη. Στις νεότερες μαγνητικές π., ένα σύστημα με περισσότερες βελόνες είναι ακλόνητα στερεωμένο σε έναν κύκλο, που ονομάζεται ανεμολόγιο, στην περιφέρεια του οποίου υπάρχει μια βαθμονόμηση, από 0 έως το 360, με σημειωμένα τα κύρια και τα ενδιάμεσα σημεία του ορίζοντα. Το ανεμολόγιο είναι τοποθετημένο με το κέντρο του πάνω σε μια πολύ σκληρή ακίδα ή αναρτάται από ένα λεπτό νηματοειδές σύστημα. Για να αυξηθεί στο μέγιστο η ευαισθησία προσανατολισμού, σε ορισμένους τύπους π. το ανεμολόγιο εμβαπτίζεται σε ένα διάλυμα νερού και οινοπνεύματος, με αποτέλεσμα να ελαττωθεί το βάρος του και συνεπώς να μειωθεί στο ελάχιστο η τριβή ανάρτησης· αυτές ονομάζονται υγρές π., ενώ οι άλλες ξηρές. Η θήκη της π., που περιέχει το ανεμολόγιο είναι στερεωμένη σε μια καρντανική ανάρτηση, ώστε να διατηρείται όσο το δυνατόν πρακτικά οριζόντια παρά τις ταλαντεύσεις του πλοίου. Στην εσωτερική επιφάνεια της θήκης της π., και προς το πρωραίο άκρο, έχει χαραχτεί μια ευδιάκριτη γραμμή, που λέγεται δεικνύουσα ή γραμμή πίστης, η οποία συμπίπτει προς τον διαμήκη άξονα του πλοίου. Η διεύθυνση του πλοίου σε σχέση με τον μαγνητικό μεσημβρινό διαβάζεται, έτσι, επί του βαθμονομημένου ανεμολογίου σε συνάρτηση με τη δεικνύουσα γραμμή. γυροσκοπική πυξίδα. Η λειτουργία της βασίζεται επί του δυναμικού αποτελέσματος που ασκείται από την περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της και όχι επί της δράσης του μαγνητικού της πεδίου. ηλεκτρομαγνητική πυξίδα. Χρησιμοποιείται στην αεροναυτική και για τη λειτουργία της εκμεταλλεύεται το γήινο μαγνητικό πεδίο ως επάγον μαγνητικό πεδίο ενός δυναμό, του οποίου το επαγώγιμο περιστρέφεται γύρω από κατακόρυφο άξονα. Οι ψήκτρες του δυναμό μπορούν επίσης να λαμβάνουν οποιαδήποτε γωνία από τον χειριστή με το κατάλληλο σύστημα. Από την τιμή της γωνίας που σχηματίζει ο διαμήκης άξονας του αεροπλάνου με την ευθεία που διέρχεται από τις ψήκτρες (στρεφόμενες έτσι ώστε να μηδενίζεται το ρεύμα που παρέχεται από το δυναμό) προκύπτει η γωνία μεταξύ της γραμμής που ορίζεται από τη διεύθυνση του αεροπλάνου και τη διεύθυνση της οριζόντιας συνιστώσης του γήινου μαγνητικού πεδίου. Στο σχέδιο παρουσιάζεται ένας πιθανός προσανατολισμός της μαγνητικής βελόνας μιας ναυτικής πυξίδας σε σχέση με το γεωγραφικό και μαγνητικό μεσημβρινό και σε σχέση με το διαμήκη άξονα του πλοίου. Μεγάλη πυξίδα για την πρόβλεψη του καιρού και για την τοπογραφία, που τη χρησιμοποίησαν οι Κινέζοι, πολύ πριν οι Ευρωπαίοι χρησιμοποιήσουν πυξίδες (Λαϊκό Αρχαιολογικό Μουσείο, Πεκίνο). Η πυξίδα Φικορίνι, έργο του 4ου αι. (Ετρουσκικό Μουσείο, Ρώμη). Πυξίδα εκστρατείας. Η πυξίδα του Ισραηλινού υποβρυχίου Dakar, που χάθηκε στο πρώτο του ταξίδι το 1968 και βρέθηκε 31 χρόνια αργότερα νότια της Κρήτης σε βάθος 2900 μ. (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η / πυξίς, -ίδος, ΝΜΑ
αρχαιολ. κάθε κιβωτίδιο με πώμα, ανεξάρτητα από το σχήμα του, το οποίο χρησίμευε για τη φύλαξη διαφόρων αντικειμένων και κατασκευαζόταν από ξύλο πύξου, κουτάκι
νεοελλ.
1. όργανο προσανατολισμού το οποίο αποτελείται από ένα κουτί κατασκευασμένο από μη μαγνητικό υλικό στο κέντρο τού οποίου αναρτάται ή στηρίζεται ευκίνητη μαγνητική βελόνη τής οποίας τα άκρα κατευθύνονται προς τους μαγνητικούς πόλους τής Γης και έτσι αναγνωρίζεται η διεύθυνση τού Βορρά
2. φρ. α) «τοπογραφική πυξίδα» — χωρομετρικό όργανο το οποίο αποτελείται από μαγνητική πυξίδα συνδυασμένη με σκοπευτική διόπτρα
β) «πυξίδα έγκλισης» — όργανο μέτρησης τής κατακόρυφης συνιστώσας τού γήινου μαγνητικού πεδίου αποτελούμενο από μαγνητική βελόνη στρεπτή γύρω από οριζόντιο άξονα
γ) «γυροσκοπική πυξίδα» — πυξίδα ανεξάρτητη από το γήινο μαγνητικό πεδίο και εξαρτώμενη μόνον από τις ιδιότητες τού γυροσκοπίου και από την περιφορά τής Γης
δ) «γυρομαγνητική πυξίδα» — σύστημα που προκύπτει από την προσαρμογή πυξίδας πάνω σε εξέδρα που διατηρείται σταθερά οριζόντια με τη βοήθεια γυροσκοπίου
μσν.
πινακίδα γραφής από ξύλο πύξου
αρχ.
1. μικρό κιβώτιο από ξύλο πύξου
2. μικρό κουτί
3. μελανοδοχείο
4. κύλινδρος μέσα στον οποίο παλινδρομεί έμβολο
5. ονομασία ενός εμπλάστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύξος «είδος φυτού» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. κυψελ-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πυξίδα — η 1. θήκη από ξύλο πυξαριού, αλλ. κουτί. 2. η θήκη της μαγνητικής βελόνης ή και τα δυο μαζί ως ενιαίο όργανο, αλλ. μπούσουλας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυξίδα — πυξίς box of box wood fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναυτική Πυξίδα — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νότιου ημισφαίριου (ο πιο αμυδρός ίσως από όλους τους αστερισμούς) που βρίσκεται μεταξύ των αστερισμών της Αντλίας, της Ύδρας, της Πρύμνης, της Τρόπιδας και των Ιστίων. Αποτελείται από δύο αστέρες τέταρτου… …   Dictionary of Greek

  • πυξίδ' — πυξίδα , πυξίς box of box wood fem acc sg πυξίδι , πυξίς box of box wood fem dat sg πυξίδε , πυξίς box of box wood fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ιθάκης — Ό,τι κι αν έχετε ακούσει για τον Όμηρο και για τον πολυμήχανο ήρωα της Οδύσσειας, εδώ, στο μικρό αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας του νησιού Βαθύ, θα βρεθείτε ενώπιον των ευρημάτων που για πολλούς ερευνητές αποδεικνύουν την ταύτιση του νησιού …   Dictionary of Greek

  • Πάλμερ, κοχλίας του- ή ελεγκτήρας του Πάλμερ — Μικρομετρικό όργανο χρησιμοποιούμενο για τη μέτρηση παχών. Η ακίδα Α (βλ. εικόνα) είναι σταθερή· στον κοχλιωτό θάλαμο Θ στρέφεται ο κοχλίας Κ, ο οποίος καταλήγει στην κυλινδρική ακίδα Β και εξωτερικά στην πυξίδα Π. Επί του Θ είναι χαραγμένη η… …   Dictionary of Greek

  • αζιμουθιακός — Εκείνος που αναφέρεται στο αζιμούθιο· ο σχετικός με τα αζιμούθια ή τη μέτρησή τους. α. κβαντικός αριθμός (1). Ο αριθμός που καθορίζει την εκκεντρότητα των ελλειπτικών τροχιών που διαγράφουν τα ηλεκτρόνια (όταν η = 1, όπου n ο κύριος κβαντικός… …   Dictionary of Greek

  • βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… …   Dictionary of Greek

  • γυροσκοπικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με το γυροσκόπιο ή είναι εφοδιασμένος με γυροσκόπιο 2. φρ. α) «γυροσκοπικό φαινόμενο» η τάση που εμφανίζει στερεό σώμα περιστρεφόμενο γύρω από άξονα να αντιτίθεται σε μεταβολή τής διεύθυνσης τού άξονα περιστροφής β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”